Η νυχτα επεσε ζεστη, υγρη… Ειχαν καθισει διπλα διπλα στην αμμο, και κοιταζαν την θαλασσα, ηρεμη να γινεται ένα με τον σκοτεινο οριζοντα. Εκεινος επαιζε με την αμμο, την εσφιγγε στη χουφτα του, την αφηνε να τρεξει αναμεσα στα δακτυλα του και σκεφτοταν, σκεφτοταν ακαταπαυστα…. Εκεινη ενιωθε περιεργα, αμηχανα, όπως και κάθε φορα που ηταν μαζι του. Δεν μιλησαν για αρκετη ωρα, κοιταζαν μακρια, σε βαθη απροσμετρητα, μεσα στην ψυχη τους κοιταζαν, και οι δυο…
«Ξερεις, παντα με τρομαζε η θαλασσα τη νυχτα» ειπε αυτος χωρις να την κοιταξει. Φοβοταν. Αυτος την ειχε καλεσει να ερθει να τον βρει στο νησι, δεν περιμενε όμως να ερθει τελικα, και μονη της. Εστω και για δυο μερες. Όταν την ειδε να κατεβαινει από το πλοιο η καρδια του πεταξε, βρισκοταν στον παραδεισο του…
Και τωρα βρισκονταν διπλα διπλα σε αυτή την παραλια που ειχε ανακαλυψει το προηγουμενο καλοκαιρι, κρυμμενοι πισω από ένα μεγαλο βραχο, με χοντρη αμμο και με το κυμα να σκαει ηρεμο μπροστα τους. Του ειχε ζητησει ένα γαληνιο μερος, και της το βρηκε. Και τα αστερια θα κατεβαζε αν του το ζητουσε εκεινη τη στιγμη. Και οποιαδηποτε στιγμη.
«Σ’αρεσει εδω;» τη ρωτησε και την κοιταξε αυτή τη φορα.
« Ναι, είναι ησυχα.» ειπε χωρις να ανταποδωσει το βλεμμα του. «Τι νεα λοιπον;
Χαμογελασε. Η ιδια παντα μεθοδος. Ηξερε πως εκεινη ενιωθε αβολα εκεινη τη στιγμη. Παντα το ιδιο. Ξανακοιταξε τη θαλασσα. «Ηρεμω, εχω βρει τον εαυτο μου, ειχα αναγκη πραγματικα να μεινω μονος. Είναι ομορφα εδώ, αν και λιγο μονοτονα. Ιδανικα παντως για εσωτερικη αναζητηση»
«Για αυτό ηρθες εδώ δηλαδη;»
Την ξανακοιταξε. «Θεε μου, είναι ομορφη» σκεφτηκε κοιταζοντας τα καστανα μαλλια της να πεφτουν χαλαρα δεμενα πανω στο λαιμο της, το βλεμμα του σταματησε πανω στα χειλη της, πανω στη μυτη της, πανω στα ματια της. Ηταν πανεμορφη, κι ας ηταν το κατω χειλος της λιγο πεταχτο, κι ας εκρυβαν τα γυαλια της εκεινα τα απιστευτα εκφραστικα ματια της. Εκεινος το ηξερε πρωτος από ολους, ότι ηταν μια εσωτερικη ομορφια, μια λαμψη, μια απιστευτη γοητεια που εβγαινε από μεσα της. Είναι δυνατον να το βλεπει μονο αυτος?
Μιλησαν όπως συνηθως, για όλα… Για όλα εκτος από εκεινα που κραταγαν και οι δυο σε μια γωνιά του μυαλου τους.
Κι εκεινη ενιωθε ομορφα, παραδοξως ομορφα κοντα του, κι ας μη του το ειχε πει ποτε. Της αρεσε ο τροπος που επικοινωνουσαν, της αρεσε να περιμενει λιγο το βραδυ πριν κοιμηθει μηπως της στειλει καποιο μηνυμα, της αρεσε να είναι εξω και να βλεπει μια κληση στις 3 το πρωι από εκεινον, της αρεσε που κάθε φορα που τον σκεφτοταν την επαιρνε τηλεφωνο, της αρεσε που ηταν διπλα της εκεινη τη μερα στην κηδεια του φιλου τους και δεν μιλαγε , της αρεσε που ένα άλλο βραδυ τον ειχε παρει τηλεφωνο και εκεινος ετρεξε να τη βρει, που δεν ηταν καλα, την ειχε ηρεμησει, την ειχε κανει να γελασει. Δεν του ειχε δειξει οτιδηποτε, το ειχε σκεφτει βεβαια, δεν θα μπορουσε να ηταν αλλιως, καποια πραγματα δεν αλλαζουν.
Μα ειχε αποφασισει να παει να τον βρει, εστω και για ένα σαββατοκυριακο. Ηταν μια εσωτερικη αναγκη, ένα καλεσμα. Διακοπες ηταν στο τελος, και δεν υπηρχε περιπτωση να περασει ασχημα. Και του ειχε ζητησει να μη βγουνε καπου με κοσμο και παραξενευτηκε που αυτός φανηκε σχεδον ανακουφισμενος. Και καθονταν τωρα αντικρυστα και επιασε τον εαυτο της να του μιλαει για καθετι που την βασανιζε, όπως ο αμαρτωλος μιλαει στον εξομολογητη του, και εκεινος την κοιταζε βαθια μεσα στα ματια και ειχε εκεινο το βλεμμα παλι, το πονεμενο, το τρυφερο… Φοβοταν μηπως πει εκεινος οτιδηποτε και χαλασει τη στιγμη. Εχει ταλεντο σε αυτό, σκεφτηκε μεσα της.
Ένα μετρο όμως μακρια της, και εκεινος σκεφτοταν το ιδιο. Ακουγε τα παντα, και δεν ηθελε να μιλησει. Τρομαζε μονο και στην ιδεα του να την απογοητευσει. Ηταν από εκεινες τις μαγικες στιγμες, οπου δυο συμπαντα χυνονται το ενα μεσα στο άλλο, από βλεμμα σε βλεμμα. Εκεινη τον κοιταζε στα ματια, σταθερα, εδώ και ένα τεταρτο περιπου και του μιλαγε. Ηταν σπανιο αυτό, σκεφτηκε, δεν επρεπε να παρει το βλεμμα του μεσα από το δικο της. Δεν επρεπε, απλα.
Μεσα στο μυαλο του ετρεχε με τρομαχτικη ταχυτητα ένα ολοκληρο βιβλιο από σεναρια, να, της επιανε τα χερια, να, ξαπλωνε πισω στη αμμο, και ξαπλωνε εκεινη στο στηθος του, να, της επιανε τα χερια και τη φιλαγε στο στομα, και ξαπλωναν πανω στη δροσερη αμμο αγκαλια…
Να, τωρα εκεινη σηκωθηκε και του ειπε «Παμε;»
Την ξανακοιταξε στα ματια, εκεινη τιναξε το κεφαλι προς τη θαλασσα, και ο ανεμος της φυσηξε το προσωπο.
«Παμε.»
«Ξερεις, παντα με τρομαζε η θαλασσα τη νυχτα» ειπε αυτος χωρις να την κοιταξει. Φοβοταν. Αυτος την ειχε καλεσει να ερθει να τον βρει στο νησι, δεν περιμενε όμως να ερθει τελικα, και μονη της. Εστω και για δυο μερες. Όταν την ειδε να κατεβαινει από το πλοιο η καρδια του πεταξε, βρισκοταν στον παραδεισο του…
Και τωρα βρισκονταν διπλα διπλα σε αυτή την παραλια που ειχε ανακαλυψει το προηγουμενο καλοκαιρι, κρυμμενοι πισω από ένα μεγαλο βραχο, με χοντρη αμμο και με το κυμα να σκαει ηρεμο μπροστα τους. Του ειχε ζητησει ένα γαληνιο μερος, και της το βρηκε. Και τα αστερια θα κατεβαζε αν του το ζητουσε εκεινη τη στιγμη. Και οποιαδηποτε στιγμη.
«Σ’αρεσει εδω;» τη ρωτησε και την κοιταξε αυτή τη φορα.
« Ναι, είναι ησυχα.» ειπε χωρις να ανταποδωσει το βλεμμα του. «Τι νεα λοιπον;
Χαμογελασε. Η ιδια παντα μεθοδος. Ηξερε πως εκεινη ενιωθε αβολα εκεινη τη στιγμη. Παντα το ιδιο. Ξανακοιταξε τη θαλασσα. «Ηρεμω, εχω βρει τον εαυτο μου, ειχα αναγκη πραγματικα να μεινω μονος. Είναι ομορφα εδώ, αν και λιγο μονοτονα. Ιδανικα παντως για εσωτερικη αναζητηση»
«Για αυτό ηρθες εδώ δηλαδη;»
Την ξανακοιταξε. «Θεε μου, είναι ομορφη» σκεφτηκε κοιταζοντας τα καστανα μαλλια της να πεφτουν χαλαρα δεμενα πανω στο λαιμο της, το βλεμμα του σταματησε πανω στα χειλη της, πανω στη μυτη της, πανω στα ματια της. Ηταν πανεμορφη, κι ας ηταν το κατω χειλος της λιγο πεταχτο, κι ας εκρυβαν τα γυαλια της εκεινα τα απιστευτα εκφραστικα ματια της. Εκεινος το ηξερε πρωτος από ολους, ότι ηταν μια εσωτερικη ομορφια, μια λαμψη, μια απιστευτη γοητεια που εβγαινε από μεσα της. Είναι δυνατον να το βλεπει μονο αυτος?
Μιλησαν όπως συνηθως, για όλα… Για όλα εκτος από εκεινα που κραταγαν και οι δυο σε μια γωνιά του μυαλου τους.
Κι εκεινη ενιωθε ομορφα, παραδοξως ομορφα κοντα του, κι ας μη του το ειχε πει ποτε. Της αρεσε ο τροπος που επικοινωνουσαν, της αρεσε να περιμενει λιγο το βραδυ πριν κοιμηθει μηπως της στειλει καποιο μηνυμα, της αρεσε να είναι εξω και να βλεπει μια κληση στις 3 το πρωι από εκεινον, της αρεσε που κάθε φορα που τον σκεφτοταν την επαιρνε τηλεφωνο, της αρεσε που ηταν διπλα της εκεινη τη μερα στην κηδεια του φιλου τους και δεν μιλαγε , της αρεσε που ένα άλλο βραδυ τον ειχε παρει τηλεφωνο και εκεινος ετρεξε να τη βρει, που δεν ηταν καλα, την ειχε ηρεμησει, την ειχε κανει να γελασει. Δεν του ειχε δειξει οτιδηποτε, το ειχε σκεφτει βεβαια, δεν θα μπορουσε να ηταν αλλιως, καποια πραγματα δεν αλλαζουν.
Μα ειχε αποφασισει να παει να τον βρει, εστω και για ένα σαββατοκυριακο. Ηταν μια εσωτερικη αναγκη, ένα καλεσμα. Διακοπες ηταν στο τελος, και δεν υπηρχε περιπτωση να περασει ασχημα. Και του ειχε ζητησει να μη βγουνε καπου με κοσμο και παραξενευτηκε που αυτός φανηκε σχεδον ανακουφισμενος. Και καθονταν τωρα αντικρυστα και επιασε τον εαυτο της να του μιλαει για καθετι που την βασανιζε, όπως ο αμαρτωλος μιλαει στον εξομολογητη του, και εκεινος την κοιταζε βαθια μεσα στα ματια και ειχε εκεινο το βλεμμα παλι, το πονεμενο, το τρυφερο… Φοβοταν μηπως πει εκεινος οτιδηποτε και χαλασει τη στιγμη. Εχει ταλεντο σε αυτό, σκεφτηκε μεσα της.
Ένα μετρο όμως μακρια της, και εκεινος σκεφτοταν το ιδιο. Ακουγε τα παντα, και δεν ηθελε να μιλησει. Τρομαζε μονο και στην ιδεα του να την απογοητευσει. Ηταν από εκεινες τις μαγικες στιγμες, οπου δυο συμπαντα χυνονται το ενα μεσα στο άλλο, από βλεμμα σε βλεμμα. Εκεινη τον κοιταζε στα ματια, σταθερα, εδώ και ένα τεταρτο περιπου και του μιλαγε. Ηταν σπανιο αυτό, σκεφτηκε, δεν επρεπε να παρει το βλεμμα του μεσα από το δικο της. Δεν επρεπε, απλα.
Μεσα στο μυαλο του ετρεχε με τρομαχτικη ταχυτητα ένα ολοκληρο βιβλιο από σεναρια, να, της επιανε τα χερια, να, ξαπλωνε πισω στη αμμο, και ξαπλωνε εκεινη στο στηθος του, να, της επιανε τα χερια και τη φιλαγε στο στομα, και ξαπλωναν πανω στη δροσερη αμμο αγκαλια…
Να, τωρα εκεινη σηκωθηκε και του ειπε «Παμε;»
Την ξανακοιταξε στα ματια, εκεινη τιναξε το κεφαλι προς τη θαλασσα, και ο ανεμος της φυσηξε το προσωπο.
«Παμε.»
1 σχόλια:
[url=http://www.freewebs.com/warfarin]Warfarin 2 mg
[/url]coumadin weight loss
coumadin drug
warfarin 5 mg tab zyd
warfarin quinine
coumadin website
Post a Comment