Drink up baby, stay up all night With the things you could do You won't but you might The potential you'll be that you'll never see The promises you'll only make Drink up with me now And forget all about the pressure of days Do what I say and I'll make you okay And drive them away The images stuck in your head The people you've been before That you don't want around anymore That push and shove and won't bend to your will I'll keep them still Drink up baby, look at the stars I'll kiss you again between the bars Where I'm seeing you there with your hands in the air Waiting to finally be caught Drink up one more time and I'll make you mine Keep you apart, deep in my heart Separate from the rest, where I like you the best And keep the things you forgot The people you've been before That you don't want around anymore That push and shove and won't bend to your will I'll keep them still
28/11/2007
24/11/2007
Faust, Mephistopheles, The Will O’ The Wisp (In alternating song.)
We it seems, now find ourselves.
In the sphere of dreams and magic,
Do us honour, guide us well
So our journey will be quick,
Through the wide, deserted spaces!
Tree on tree now shift their places,
See how fast they open to us
And the cliffs bow down before us,
And their long and rocky noses,
How they whistle and blow, for us!
Through the stones, and through the grasses,
Stream and streamlet, downward, hurrying.
Is that rustling? Is that singing?
Do I hear sweet lovers’ sighing,
Heavenly days, is that their babbling?
What we hope for, what we love!
And the echoes, like the murmuring
Of those other days, are ringing.
‘Too-wit! Too-woo!’ sounding nearer,
Owl there, and jay, and plover,
Are they all awake above?
A salamander in the scrub, he’s
Long of leg, and fat of belly!
And every root like a snake,
Over sand and rock all bent,
Stretches with a strange intent,
To scare us, of us prisoners make:
From the gnarled and living mass,
Stretching towards those who pass,
Fibrous tentacles. And mice
Multi-coloured, lemming-wise,
In the moss and in the heather!
And all the fire-flies glowing,
Crushed together, tightly crowding,
In their tangled cohorts gather.
Tell me, are we standing still,
Or are we climbing up the hill?
All seems spinning like a mill,
Rocks and trees, with angry faces
Lights, now, wandering in spaces,
Massing: swelling at their will.
In the sphere of dreams and magic,
Do us honour, guide us well
So our journey will be quick,
Through the wide, deserted spaces!
Tree on tree now shift their places,
See how fast they open to us
And the cliffs bow down before us,
And their long and rocky noses,
How they whistle and blow, for us!
Through the stones, and through the grasses,
Stream and streamlet, downward, hurrying.
Is that rustling? Is that singing?
Do I hear sweet lovers’ sighing,
Heavenly days, is that their babbling?
What we hope for, what we love!
And the echoes, like the murmuring
Of those other days, are ringing.
‘Too-wit! Too-woo!’ sounding nearer,
Owl there, and jay, and plover,
Are they all awake above?
A salamander in the scrub, he’s
Long of leg, and fat of belly!
And every root like a snake,
Over sand and rock all bent,
Stretches with a strange intent,
To scare us, of us prisoners make:
From the gnarled and living mass,
Stretching towards those who pass,
Fibrous tentacles. And mice
Multi-coloured, lemming-wise,
In the moss and in the heather!
And all the fire-flies glowing,
Crushed together, tightly crowding,
In their tangled cohorts gather.
Tell me, are we standing still,
Or are we climbing up the hill?
All seems spinning like a mill,
Rocks and trees, with angry faces
Lights, now, wandering in spaces,
Massing: swelling at their will.
Garuda
"You whose wing feathers shake the 3,000 galaxies, dancing with a blazing beak, by merely flapping your wings you instantly destroy the tree types of spirit possession, I praise the controller, Garuda" - Lama Zopa
Απο τα ονειρα---2
Ξυπνησε πρωτος, δεν μπορουσε να κοιμηθει πολλες ωρες οταν βρισκοταν σε διακοπες, Μπορουσε να μαντεψει τον δυνατο νησιωτικο ηλιο απ’εξω, τον ηλιο που δεν χαριζοταν, σε καμια σκια, σε κανενα ψεμα. Κοιταξε γυρω του, το δυνατο φως πεφτοντας στην σκηνη του, που ειχε ενα εντονο πορτοκαλι χρωμα, εδινε αυτον τον τονο στο εσωτερικο της, και καθετι που βρισκοταν μεσα, επαιρνε ενα χρωμα σαν απο καλλιτεχνικη φωτογραφια ταξιδιωτικου οδηγου. Διπλα του, εκεινη, ταξιδευε ακομα, ποιος ξερει σε ποιους απεραντους, πολυχρωμους ονειρικους κοσμους, τοσο μα τοσο αληθινους…
Όπως και αυτή ακριβως η στιγμη. Κρατησε την ανασα του για να ακουσει τη δικη της, και ηταν μια τελεια στιγμη σιωπης, ακινησιας, γαληνης, αυτη ηταν εκει, πρωτη φορα τοσο κοντα του, αναμεσα σε μερικα ρουχα, τυλιγμενη με ενα λεπτο τζιν μπουφαν, τα μαλλια ανακατεμενα, να μοιαζουν τοσο απαλα... Θυμιζε βρεφος, αγκαλιαζοντας σφιχτα τα μαζεμενα στο υψος του στηθους ποδια της. Και ηταν κι αυτη η αποκοσμη πορτοκαλι ατμοσφαιρα, η ζεστη, το κυμα που ακουγοταν απ’εξω… Δεν θα μπορουσε να ειχε ζητησει περισσοτερα απο… Σκεφτηκε οτι δεν θα μπορουσε να πει το Θεο, δεν πιστευε, τουλαχιστον οχι οπως το εννοουσαν οι αλλοι.
Απο το συμπαν, του αρεσε αυτη η λεξη.
Την ξανακοιταξε με απιστευτη τρυφεροτητα, και το χερι του γλιστρησε ηρεμα, ησυχα, αυτη τη φορα δεν θα εκανε λαθος και το ηξερε, ηταν η ευκαιρια του να επανορθωσει.
Ενιωσε ενα ριγος να περναει μεσα απο τις ακρες των δακτυλων του σε ολο του το κορμι, και μια ανειπωτη συγκινηση καθως χαιδεψε αερινα, αυτη ειναι η λεξη, αερινα τα καστανα μαλλια της, τοσο απλα, τοσο τρυφερα, και τρομαξε καθως την ειδε να παιρνει μια βαθια ανασα, και ποσο περισσοτερο τρομαξε οταν εκεινη ανοιξε τα ματια της και τα καρφωσε μεσα στα δικα του…
Και εκεινος περασε ακομα μια φορα το χερι του μεσα απο τα μαλλια της.
Και εκεινη, σχηματισε με τα χειλη της και το προσωπο της και τα ματια της, μια εκφραση που εκεινος δεν μπορεσε αμεσως να συνειδητοποιησει οτι ηταν χαμογελο, ναι, του χαμογελασε και ξανακλεισε τα ματια…
Ετσι, τοσο απλα.
Προσεχτικα για να μην την ξυπνησει, φορεσε μια μαυρη μπλουζα και βγηκε εξω.
Όπως και αυτή ακριβως η στιγμη. Κρατησε την ανασα του για να ακουσει τη δικη της, και ηταν μια τελεια στιγμη σιωπης, ακινησιας, γαληνης, αυτη ηταν εκει, πρωτη φορα τοσο κοντα του, αναμεσα σε μερικα ρουχα, τυλιγμενη με ενα λεπτο τζιν μπουφαν, τα μαλλια ανακατεμενα, να μοιαζουν τοσο απαλα... Θυμιζε βρεφος, αγκαλιαζοντας σφιχτα τα μαζεμενα στο υψος του στηθους ποδια της. Και ηταν κι αυτη η αποκοσμη πορτοκαλι ατμοσφαιρα, η ζεστη, το κυμα που ακουγοταν απ’εξω… Δεν θα μπορουσε να ειχε ζητησει περισσοτερα απο… Σκεφτηκε οτι δεν θα μπορουσε να πει το Θεο, δεν πιστευε, τουλαχιστον οχι οπως το εννοουσαν οι αλλοι.
Απο το συμπαν, του αρεσε αυτη η λεξη.
Την ξανακοιταξε με απιστευτη τρυφεροτητα, και το χερι του γλιστρησε ηρεμα, ησυχα, αυτη τη φορα δεν θα εκανε λαθος και το ηξερε, ηταν η ευκαιρια του να επανορθωσει.
Ενιωσε ενα ριγος να περναει μεσα απο τις ακρες των δακτυλων του σε ολο του το κορμι, και μια ανειπωτη συγκινηση καθως χαιδεψε αερινα, αυτη ειναι η λεξη, αερινα τα καστανα μαλλια της, τοσο απλα, τοσο τρυφερα, και τρομαξε καθως την ειδε να παιρνει μια βαθια ανασα, και ποσο περισσοτερο τρομαξε οταν εκεινη ανοιξε τα ματια της και τα καρφωσε μεσα στα δικα του…
Και εκεινος περασε ακομα μια φορα το χερι του μεσα απο τα μαλλια της.
Και εκεινη, σχηματισε με τα χειλη της και το προσωπο της και τα ματια της, μια εκφραση που εκεινος δεν μπορεσε αμεσως να συνειδητοποιησει οτι ηταν χαμογελο, ναι, του χαμογελασε και ξανακλεισε τα ματια…
Ετσι, τοσο απλα.
Προσεχτικα για να μην την ξυπνησει, φορεσε μια μαυρη μπλουζα και βγηκε εξω.
Απ'τα ονειρα
Η νυχτα επεσε ζεστη, υγρη… Ειχαν καθισει διπλα διπλα στην αμμο, και κοιταζαν την θαλασσα, ηρεμη να γινεται ένα με τον σκοτεινο οριζοντα. Εκεινος επαιζε με την αμμο, την εσφιγγε στη χουφτα του, την αφηνε να τρεξει αναμεσα στα δακτυλα του και σκεφτοταν, σκεφτοταν ακαταπαυστα…. Εκεινη ενιωθε περιεργα, αμηχανα, όπως και κάθε φορα που ηταν μαζι του. Δεν μιλησαν για αρκετη ωρα, κοιταζαν μακρια, σε βαθη απροσμετρητα, μεσα στην ψυχη τους κοιταζαν, και οι δυο…
«Ξερεις, παντα με τρομαζε η θαλασσα τη νυχτα» ειπε αυτος χωρις να την κοιταξει. Φοβοταν. Αυτος την ειχε καλεσει να ερθει να τον βρει στο νησι, δεν περιμενε όμως να ερθει τελικα, και μονη της. Εστω και για δυο μερες. Όταν την ειδε να κατεβαινει από το πλοιο η καρδια του πεταξε, βρισκοταν στον παραδεισο του…
Και τωρα βρισκονταν διπλα διπλα σε αυτή την παραλια που ειχε ανακαλυψει το προηγουμενο καλοκαιρι, κρυμμενοι πισω από ένα μεγαλο βραχο, με χοντρη αμμο και με το κυμα να σκαει ηρεμο μπροστα τους. Του ειχε ζητησει ένα γαληνιο μερος, και της το βρηκε. Και τα αστερια θα κατεβαζε αν του το ζητουσε εκεινη τη στιγμη. Και οποιαδηποτε στιγμη.
«Σ’αρεσει εδω;» τη ρωτησε και την κοιταξε αυτή τη φορα.
« Ναι, είναι ησυχα.» ειπε χωρις να ανταποδωσει το βλεμμα του. «Τι νεα λοιπον;
Χαμογελασε. Η ιδια παντα μεθοδος. Ηξερε πως εκεινη ενιωθε αβολα εκεινη τη στιγμη. Παντα το ιδιο. Ξανακοιταξε τη θαλασσα. «Ηρεμω, εχω βρει τον εαυτο μου, ειχα αναγκη πραγματικα να μεινω μονος. Είναι ομορφα εδώ, αν και λιγο μονοτονα. Ιδανικα παντως για εσωτερικη αναζητηση»
«Για αυτό ηρθες εδώ δηλαδη;»
Την ξανακοιταξε. «Θεε μου, είναι ομορφη» σκεφτηκε κοιταζοντας τα καστανα μαλλια της να πεφτουν χαλαρα δεμενα πανω στο λαιμο της, το βλεμμα του σταματησε πανω στα χειλη της, πανω στη μυτη της, πανω στα ματια της. Ηταν πανεμορφη, κι ας ηταν το κατω χειλος της λιγο πεταχτο, κι ας εκρυβαν τα γυαλια της εκεινα τα απιστευτα εκφραστικα ματια της. Εκεινος το ηξερε πρωτος από ολους, ότι ηταν μια εσωτερικη ομορφια, μια λαμψη, μια απιστευτη γοητεια που εβγαινε από μεσα της. Είναι δυνατον να το βλεπει μονο αυτος?
Μιλησαν όπως συνηθως, για όλα… Για όλα εκτος από εκεινα που κραταγαν και οι δυο σε μια γωνιά του μυαλου τους.
Κι εκεινη ενιωθε ομορφα, παραδοξως ομορφα κοντα του, κι ας μη του το ειχε πει ποτε. Της αρεσε ο τροπος που επικοινωνουσαν, της αρεσε να περιμενει λιγο το βραδυ πριν κοιμηθει μηπως της στειλει καποιο μηνυμα, της αρεσε να είναι εξω και να βλεπει μια κληση στις 3 το πρωι από εκεινον, της αρεσε που κάθε φορα που τον σκεφτοταν την επαιρνε τηλεφωνο, της αρεσε που ηταν διπλα της εκεινη τη μερα στην κηδεια του φιλου τους και δεν μιλαγε , της αρεσε που ένα άλλο βραδυ τον ειχε παρει τηλεφωνο και εκεινος ετρεξε να τη βρει, που δεν ηταν καλα, την ειχε ηρεμησει, την ειχε κανει να γελασει. Δεν του ειχε δειξει οτιδηποτε, το ειχε σκεφτει βεβαια, δεν θα μπορουσε να ηταν αλλιως, καποια πραγματα δεν αλλαζουν.
Μα ειχε αποφασισει να παει να τον βρει, εστω και για ένα σαββατοκυριακο. Ηταν μια εσωτερικη αναγκη, ένα καλεσμα. Διακοπες ηταν στο τελος, και δεν υπηρχε περιπτωση να περασει ασχημα. Και του ειχε ζητησει να μη βγουνε καπου με κοσμο και παραξενευτηκε που αυτός φανηκε σχεδον ανακουφισμενος. Και καθονταν τωρα αντικρυστα και επιασε τον εαυτο της να του μιλαει για καθετι που την βασανιζε, όπως ο αμαρτωλος μιλαει στον εξομολογητη του, και εκεινος την κοιταζε βαθια μεσα στα ματια και ειχε εκεινο το βλεμμα παλι, το πονεμενο, το τρυφερο… Φοβοταν μηπως πει εκεινος οτιδηποτε και χαλασει τη στιγμη. Εχει ταλεντο σε αυτό, σκεφτηκε μεσα της.
Ένα μετρο όμως μακρια της, και εκεινος σκεφτοταν το ιδιο. Ακουγε τα παντα, και δεν ηθελε να μιλησει. Τρομαζε μονο και στην ιδεα του να την απογοητευσει. Ηταν από εκεινες τις μαγικες στιγμες, οπου δυο συμπαντα χυνονται το ενα μεσα στο άλλο, από βλεμμα σε βλεμμα. Εκεινη τον κοιταζε στα ματια, σταθερα, εδώ και ένα τεταρτο περιπου και του μιλαγε. Ηταν σπανιο αυτό, σκεφτηκε, δεν επρεπε να παρει το βλεμμα του μεσα από το δικο της. Δεν επρεπε, απλα.
Μεσα στο μυαλο του ετρεχε με τρομαχτικη ταχυτητα ένα ολοκληρο βιβλιο από σεναρια, να, της επιανε τα χερια, να, ξαπλωνε πισω στη αμμο, και ξαπλωνε εκεινη στο στηθος του, να, της επιανε τα χερια και τη φιλαγε στο στομα, και ξαπλωναν πανω στη δροσερη αμμο αγκαλια…
Να, τωρα εκεινη σηκωθηκε και του ειπε «Παμε;»
Την ξανακοιταξε στα ματια, εκεινη τιναξε το κεφαλι προς τη θαλασσα, και ο ανεμος της φυσηξε το προσωπο.
«Παμε.»
«Ξερεις, παντα με τρομαζε η θαλασσα τη νυχτα» ειπε αυτος χωρις να την κοιταξει. Φοβοταν. Αυτος την ειχε καλεσει να ερθει να τον βρει στο νησι, δεν περιμενε όμως να ερθει τελικα, και μονη της. Εστω και για δυο μερες. Όταν την ειδε να κατεβαινει από το πλοιο η καρδια του πεταξε, βρισκοταν στον παραδεισο του…
Και τωρα βρισκονταν διπλα διπλα σε αυτή την παραλια που ειχε ανακαλυψει το προηγουμενο καλοκαιρι, κρυμμενοι πισω από ένα μεγαλο βραχο, με χοντρη αμμο και με το κυμα να σκαει ηρεμο μπροστα τους. Του ειχε ζητησει ένα γαληνιο μερος, και της το βρηκε. Και τα αστερια θα κατεβαζε αν του το ζητουσε εκεινη τη στιγμη. Και οποιαδηποτε στιγμη.
«Σ’αρεσει εδω;» τη ρωτησε και την κοιταξε αυτή τη φορα.
« Ναι, είναι ησυχα.» ειπε χωρις να ανταποδωσει το βλεμμα του. «Τι νεα λοιπον;
Χαμογελασε. Η ιδια παντα μεθοδος. Ηξερε πως εκεινη ενιωθε αβολα εκεινη τη στιγμη. Παντα το ιδιο. Ξανακοιταξε τη θαλασσα. «Ηρεμω, εχω βρει τον εαυτο μου, ειχα αναγκη πραγματικα να μεινω μονος. Είναι ομορφα εδώ, αν και λιγο μονοτονα. Ιδανικα παντως για εσωτερικη αναζητηση»
«Για αυτό ηρθες εδώ δηλαδη;»
Την ξανακοιταξε. «Θεε μου, είναι ομορφη» σκεφτηκε κοιταζοντας τα καστανα μαλλια της να πεφτουν χαλαρα δεμενα πανω στο λαιμο της, το βλεμμα του σταματησε πανω στα χειλη της, πανω στη μυτη της, πανω στα ματια της. Ηταν πανεμορφη, κι ας ηταν το κατω χειλος της λιγο πεταχτο, κι ας εκρυβαν τα γυαλια της εκεινα τα απιστευτα εκφραστικα ματια της. Εκεινος το ηξερε πρωτος από ολους, ότι ηταν μια εσωτερικη ομορφια, μια λαμψη, μια απιστευτη γοητεια που εβγαινε από μεσα της. Είναι δυνατον να το βλεπει μονο αυτος?
Μιλησαν όπως συνηθως, για όλα… Για όλα εκτος από εκεινα που κραταγαν και οι δυο σε μια γωνιά του μυαλου τους.
Κι εκεινη ενιωθε ομορφα, παραδοξως ομορφα κοντα του, κι ας μη του το ειχε πει ποτε. Της αρεσε ο τροπος που επικοινωνουσαν, της αρεσε να περιμενει λιγο το βραδυ πριν κοιμηθει μηπως της στειλει καποιο μηνυμα, της αρεσε να είναι εξω και να βλεπει μια κληση στις 3 το πρωι από εκεινον, της αρεσε που κάθε φορα που τον σκεφτοταν την επαιρνε τηλεφωνο, της αρεσε που ηταν διπλα της εκεινη τη μερα στην κηδεια του φιλου τους και δεν μιλαγε , της αρεσε που ένα άλλο βραδυ τον ειχε παρει τηλεφωνο και εκεινος ετρεξε να τη βρει, που δεν ηταν καλα, την ειχε ηρεμησει, την ειχε κανει να γελασει. Δεν του ειχε δειξει οτιδηποτε, το ειχε σκεφτει βεβαια, δεν θα μπορουσε να ηταν αλλιως, καποια πραγματα δεν αλλαζουν.
Μα ειχε αποφασισει να παει να τον βρει, εστω και για ένα σαββατοκυριακο. Ηταν μια εσωτερικη αναγκη, ένα καλεσμα. Διακοπες ηταν στο τελος, και δεν υπηρχε περιπτωση να περασει ασχημα. Και του ειχε ζητησει να μη βγουνε καπου με κοσμο και παραξενευτηκε που αυτός φανηκε σχεδον ανακουφισμενος. Και καθονταν τωρα αντικρυστα και επιασε τον εαυτο της να του μιλαει για καθετι που την βασανιζε, όπως ο αμαρτωλος μιλαει στον εξομολογητη του, και εκεινος την κοιταζε βαθια μεσα στα ματια και ειχε εκεινο το βλεμμα παλι, το πονεμενο, το τρυφερο… Φοβοταν μηπως πει εκεινος οτιδηποτε και χαλασει τη στιγμη. Εχει ταλεντο σε αυτό, σκεφτηκε μεσα της.
Ένα μετρο όμως μακρια της, και εκεινος σκεφτοταν το ιδιο. Ακουγε τα παντα, και δεν ηθελε να μιλησει. Τρομαζε μονο και στην ιδεα του να την απογοητευσει. Ηταν από εκεινες τις μαγικες στιγμες, οπου δυο συμπαντα χυνονται το ενα μεσα στο άλλο, από βλεμμα σε βλεμμα. Εκεινη τον κοιταζε στα ματια, σταθερα, εδώ και ένα τεταρτο περιπου και του μιλαγε. Ηταν σπανιο αυτό, σκεφτηκε, δεν επρεπε να παρει το βλεμμα του μεσα από το δικο της. Δεν επρεπε, απλα.
Μεσα στο μυαλο του ετρεχε με τρομαχτικη ταχυτητα ένα ολοκληρο βιβλιο από σεναρια, να, της επιανε τα χερια, να, ξαπλωνε πισω στη αμμο, και ξαπλωνε εκεινη στο στηθος του, να, της επιανε τα χερια και τη φιλαγε στο στομα, και ξαπλωναν πανω στη δροσερη αμμο αγκαλια…
Να, τωρα εκεινη σηκωθηκε και του ειπε «Παμε;»
Την ξανακοιταξε στα ματια, εκεινη τιναξε το κεφαλι προς τη θαλασσα, και ο ανεμος της φυσηξε το προσωπο.
«Παμε.»
17/11/2007
4/11/07, Δ Θαλαμος, μεσα στο σκοταδι
Ω μεγα μυστηριο παραληρηματικου φωτος που με γεμιζει με κενο λαμψης και βομβο στ αυτια οταν μπροστα μου σκας σαν πεμπτουσια ζωης, εκκωφαντικος ηχος σιωπης που με κανει να ακουω τα παντα και τιποτα πια δεν με φτανει οταν στο τιποτα τα παραδοξα φτανω και τη θεα του εαυτου μου αγγιζω με τα δαχτυλα κρυα σαν το γυαλι του καθρεφτη και το αιμα ζεστο, το αιμα που πεφτει σαν το αιμα του ψευτη που την αληθεια λερωνει σαν πρωταγγιξει, μα μετα ο ηλιος παγωνει, και το χιονι δεν λιωνει, το κοιτας παλι μονη, -μη δεν ειναι κ αυτο αληθινο?- κ αν τα ματια σου λαμπουν σαν την νυχτα που κλεινουν κ αν τα αστρα σου φεγγουν κ μετα τρεμοσβηνουν σαν σταγονες ζωης μεσα σε θαλασσες πονου, κ αβασταχτης μεθης, δεν πειραζει, πιο πολυ με τρομαζει που η σκεψη σου μοιαζει με πηγαδι του χρονου που ταξιδι με παει στο τρενακι του τρομου πισω στα επομενα απο αυτα που ητανε να 'ρθουν, η ματια σου θα ειναι παντα εκει να με κοβει, σχημα να δινει σε οτι ειμαι, καθρεφτης που αγγιζω και τη θεα του εαυτου μου παραδοξα φτανω και με πνιγει το κρυο σαν τη δυναμη χανω να κοιταξω στα ματια αυτο που ξερω οτι βλεπεις γιατι δεν ειμαι εγω, ειμαι αυτο που αφησαν χιλιετιες αγαπης απο αλλες ζωες - ουτε εσυ τις θυμασαι- κ αν δεν ξερεις μαθε, πως την κολαση τουτη την αγαπω σαν κ εσενα απο τοτε που γεννηση ηλιου τρεμαμενου ειδαμε πιασμενοι απο τρεμαμενα χερια και ξερω πως μου'πες θα μαι παντα δικη σου κ εκλαψες, μα δεν σε πιστεψα για δεν θα κλαιγες αν αληθεια το πιστευες, δεν θα φοβοσουν το χρονο που πληγες μας αφηνει κ η ωρα σαν ερθει να τολμησω και παλι, μη μου κλαψεις και παλι, αγγιξε μου το μεσα της παλαμης που γραφει μυστικα απ το βιβλιο που μας εφερε εδω και θυμησου για παντα πως τ αστερια που τρεχουν να κρυφτουν απ εκεινο που και το συμπαν τρομαζει και το κανει να τρεχει, δεν ξεχνανε ποτε την αγαπη που μοιαζει με σιωπη που κουφαινει, και με λαμψη και βομβο, και πως καποια στιγμη θα ναι ολα γλυκα.
Ξανα.
Ξανα.